Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

Ο Βορειάς που τ’ αρνάκια παγώνει - Γεώργιος Ζαλοκώστας


Ο Γεώργιος Ζαλοκώστας γεννήθηκε το 1805 στο Συρράκο Ιωαννίνων και πέθανε στις 3 Σεπτεμβρίου 1858. Την πορεία του σημάδεψαν σπουδές φιλολογίας και νομικών στην Ιταλία, η συμμετοχή του στην ελληνική επανάσταση και η δυσμενής αντιμετώπιση της καριέρας του από τον Όθωνα, καθώς αναμείχθηκε σε ενέργειες που στόχευαν στην παραχώρηση Συντάγματος.(Για περισσότερες πληροφορίες: Εδώ
Νυμφεύθηκε την συμπατριώτισσά του Αικατερίνη Ν. Παπανικόλα, με την οποία απόκτησε εννιά παιδιά, αλλά πεθάνανε τα επτά! Αυτό το γεγονός επέδρασε στην ποίησή του, γράφοντας το σπαραχτικό ποίημα «ο Βορειάς που τ΄αρνάκια παγώνει», «Η χαροκαμένη», «Εις το φεγγάρι», «εις την αποδημούσαν ψυχήν του», «η μητρική στοργή» .ά. που είναι ελεγεία βαθύτατου πατρικού πόνου. 
Τα ποιήματά του είναι όλα αφιερωμένα στον Ιερό Αγώνα («Κλείσοβα», «το «Χάνι της Γραβιάς», «Το στόμιον της Πρεβέζης») και είναι γραμμένα στην καθαρεύουσα, εκτός από το ποίημα «Ο Φώτος και η Φρόσω», καθώς και ένα που είναι αφιερωμένο στην Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως και στο θάνατο το τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Έγραψε και ερωτικά ποιήματα, μεταξύ των οποίων το πασίγνωστο «Μια βοσκοπούλα αγάπησα μια ζηλεμένη κόρη».
Ο Γεώργιος Ζαλοκώστας έγινε γνωστός ως ποιητής το 1851, όταν βραβεύτηκε στον Ράλλειο Ποιητικό Διαγωνισμό με το ηρωικό ποίημα «Μεσολόγγιον». Υπόγραφε με το ψευδώνυμο Δήμος, οπότε στη βράβευση αποκαλύφτηκε η ταυτότητά του. Στο ποίημα έδινε την εικόνα του ως πολεμιστού στις ντάπιες του Μεσολογγίου.

Ένα ποίημα που άφησε αποτύπωμα στην νεοελληνική γλώσσα..
 “Ο βορηάς που τ αρνάκια παγώνει

Ἦτον νύχτα, εἰς τὴν στέγη ἐβογγοῦσε
Ὁ βορειᾶς, καὶ ψιλὸ ἔπεφτε χιόνι.
Τί μεγάλο κακὸ νὰ ἐμηνοῦσε
Ὁ βορειᾶς ποῦ τ' ἀρνάκια παγώνει;

Μὲς στὸ σπίτι μιὰ χαροκαμμένη,
Μιὰ μητέρα ἀπὸ πόνους γεμάτη,
Στοῦ παιδιοῦ της τὴν κούνια σκυμμένη
Δέκα νύχταις δὲν ἔκλειγε μάτι,

Εἶχε τρία παιδιὰ πεθαμμένα,
Ἀγγελούδια, λευκὰ σὰν τὸν κρίνο,
Κ' ἕνα μόνον τῆς ἔμεινεν, ἕνα
Καὶ στὸν τάφο κοντὰ ἦτον κ' ἐκεῖνο.

Τὸ παιδί της μὲ κλάμμα ἐβογγοῦσε
Ὡς νὰ ἐζήταε τὸ δόλιο βοήθεια,
Κ' ἡ μητέρα σιμά του ἐθρηνοῦσε
Μὲ λαχτάρα χτυπῶντας τὰ στήθια.

Τὰ γογγύσματα ἐκεῖνα καὶ οἱ θρῆνοι
Ἐπληγόναν βαθειὰ τὴν ψυχή μου.
Σύντροφός μου ἡ ταλαίπωρη ἐκείνη,
Ἄχ, καὶ τὸ ἄῤῥωστο ἦτον παιδί μου.

Στοῦ σπιτιοῦ μου τὴ στέγη ἐβογγοῦσε
Ὁ βορειᾶς, καὶ ψιλὸ ἔπεφτε χιόνι.
Ἄχ, μεγάλο κακὸ μοῦ ἐμηνοῦσε
Ὁ βορειᾶς ποῦ τ' ἀρνάκια παγόνει.

Τὸν γιατρὸ καθὼς εἶδε, ἐσηκώθη
Σὰν τρελή. Ὅλοι γύρω ἐσωπαίναν·
Φλογεροὶ τῆς ψυχῆς της οἱ πόθοι
Μὲ τὰ λόγι' ἀπ' τὸ στόμα της βγαίναν.

«Ὤ, κακὸ ποῦ μ' εὑρῆκε μεγάλο!
Τὸ παιδί μου, Γιατρέ, τὸ παιδί μου…
Ἕνα τὤχω, δὲν μ' ἔμεινεν ἄλλο·
Σῶσέ μου το, καὶ πάρ' τὴν ψυχή μου.»

Κι' ὁ γιατρὸς μὲ τὰ μάτια σκυμμένα
Πολλὴν ὥρα δὲν ἄνοιξε στόμα.
Τέλος πάντων - ἄχ, λόγια χαμένα -
«Μὴ φοβᾶσαι, τῆς εἶπεν, ἀκόμα.»

Κ' ἐκαμώθη πῶς θέλει νὰ σκύψῃ
Στὸ παιδὶ, καὶ νὰ ἰδῇ τὸ σφυγμό του.
Ἕνα δάκρυ ἐπροσπάθαε νὰ κρύψῃ
Ποῦ κατέβ' εἰς τ' ὠχρὸ πρόσωπό του.

Στοῦ σπιτιοῦ μας τὴ στέγη ἐβογγοῦσε
Ὁ βορειᾶς, καὶ ψιλὸ ἔπεφτε χιόνι.
Ἄχ, μεγάλο κακὸ μᾶς μηνοῦσε
Ὁ βορειᾶς ποῦ τ' ἀρνάκια παγόνει.

Ἡ μητέρα ποτὲ δακρυσμένο
Τοῦ γιατροῦ νὰ μὴ νοιώσῃ τὸ μάτι,
Ὅταν ἔχει βαρειὰ ξαπλωμένο
Τὸ παιδί της σὲ πόνου κρεββάτι!


Γεωργίου Χ. Ζαλοκώστα, Τα άπαντα. Έκδοσις δευτέρα υπό Ευγενίου Γ. Ζαλοκώστα, εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου των αδελφών Περρή, σσ. 288-290.
Σημείωση: Τὸ μικρόν τοῦτο καλλιτέχνημα, τὸ πλῆρες ἀφελείας καὶ πάθους, ἐγράφη κατά τὸ 1848 εἰς τὸν θάνατον τοῦ τετάρτου υἱοῦ του Χρήστου, συνωνύμου τοῦ πατρός αὐτοῦ.
Πηγή: Εδώ & Εδώ
~ Επίσης, ακολουθήστε τον σύνδεσμο: Εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.