Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

Ελληνικά στοιχεία κατωϊταλικών διαλέκτων στη ρουμανική γλώσσα και ζητήματα παρουσίας Ιταλιωτών Ελλήνων στην αρχαία Δακία


Ελληνικά Στοιχεία στην Αρχαία Δακία


Ο Ελβετός εθνολόγος Eugene Pittard με πολλή ειρωνεία αναφωνεί: ''Δείτε τι έγινε στη Ρουμανία, όπου και ο τελευταίος των βοσκών, επειδή ομιλεί λατινογενή γλώσσα ή επειδή θυμήθηκε ότι οι πρόγονοι του νικήθηκαν από την Ρώμη (νίκη, πράγματι, διόλου εύκολη, ώστε κάλλιστα να αισθάνεται υπερήφανος για την αντίδραση των Δακών) φαντάζεται ότι στις φλέβες του ρέει το πιο καθαρό αίμα του Τραϊανού!''.
Αυτό συμβαίνει και με τους Ρουμάνους σοφούς. Ο ακαδημαϊκός και καθηγητής του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου Bogdan Petriceicu Hasdeu διακηρύσσει ότι ''οι Ρουμάνοι είναι Λατίνοι...''. Αλλά ο επίσης Ρουμάνος καθηγητής του Πανεπιστημίου Στρασβούργου Grigore Nandris, ρωμανιστής, αποσαφηνίζει: ''Λατίνος δεν σημαίνει ούτε Ιταλός, ούτε Γάλλος, ούτε Ισπανός, ούτε Ρουμάνος. Με άλλα λόγια επιβάλλεται να εξαλείψουμε από τους άρχοντες της χώρας την σύγχυση μεταξύ εθνικού, γλωσσικού και  ιστορικο-πολιτικού, όπως στην περίπτωση της συνέχειας του λατινικού στοιχείου μετά την διοικητική εγκατάλειψη της Δακίας (επί Αυρηλιανού) ή στην περίπτωση της προελεύσεως και του λατινικού χαρακτήρα της ρουμανικής γλώσσας''.

Βασιζόμενος στην άκυρη πλέον πληροφορία του Κεκαυμένου, ο Hasdeu εκλαμβάνει σαν ομογενείς του και όλους τους χρήστες λατινογενών ιδιωμάτων της ΝΑ Ευρώπης! Αφήνει δε μόνον στενότατες παραθαλάσσιες λωρίδες για ύπαρξη Ελλήνων, ναυτικού αποκλειστικά τρόπου ζωής. Το ίδιο πρεσβεύει και ο επίσης ακαδημαϊκός και καθηγητής του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου Th. Capidan, στον οποίο ο καθηγητής Δημήτριος Γεωργακάς επισημαίνει: ''Πλάνη εις την επιστημονικήν έρευναν είναι πολλάκις κακόν αναπόφευκτον, και ίσα ίσα ευκολώτερα αναδύεται η αλήθεια εκ πλάνης. Αλλά σύγχυσις δημιουργημένη ένεκα της υπαρχούσης τάσεως να αποδειχθή κάτι εκ των προτέρων επιζητούμενον δεν επιτρέπεται και ακόμη επιβραδύνει και παρακωλύει την επιτυχή επιστημονικήν έρευναν...''. Επικαλείται δε ο Γεωργακάς και όσα έγραψε ήδη το 1900 ο Ρουμάνος ακαδημαϊκός και καθηγητής του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου Ovid Densusianu: ''Ο πατριωτισμός, όπως τον αντιλαμβάνονται σήμερα στην Ρουμανία, θα είναι επί πολύ ακόμη ανασχετικός στην πρόοδο της ρουμανικής φιλολογίας, εμποδίζοντας τους επιστήμονες να ερευνούν ή να λέγουν την αλήθεια''.

Πάντως δεν εγκαταλείπεται ποτέ η επιδίωξη αποκαταστάσεως της αλήθειας από επιστήμονες και άλλων χωρών. Ενδεικτικά, η T. Blawatskaya σε δημοσίευμα της επιγραφόμενο ''Από την κρητική εποποιϊα του 17ου εως τον 15ο αιώνα π.χ'', ομιλεί για Κρήτες, οι οποίοι πλην άλλων προσεγγίζουν τόσο πρώιμα και τα Παρευξείνια και τα Παραδουνάβια. Κατ' εξοχήν δε στην αρχαία Δακία εντοπίζονται Έλληνες από πολλούς και επιφανείς Ρουμάνους επιστήμονες. Πρωτίστως ο ακαδημαϊκός και καθηγητής του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου Vasile Parvan δημοσιεύει μελέτημα του, το οποίο επιγράφει ''Η ελληνική και ελληνιστική διείσδυση στην κοιλάδα του Δουνάβεως'', και αναφέρει ότι το 500 π.χ κατά μήκος του πλωτού ποταμού, οι Έλληνες ίδρυσαν πλήθος επινείων, εμπορίων, σταθμών πώλησης και αγοράς, πλέοντας ακατάπαυστα προς τα άνω και προς τα κάτω. Προφανώς δε λόγω της αδιάλειπτης και κατ' αποκλειστικότητα χρήσεως του από Έλληνες ονομάζει τον Δούναβη ''ελληνικό''! Ο επίσης ακαδημαϊκός και καθηγητής του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου Nicolae Banescu συγγράφει μελέτη, την οποία επιγράφει ''Μεταξύ Ρουμάνων και Ελλήνων. Αυτό που μας διδάσκει το παρελθόν''. Την Παραδουνάβια δε περιοχή, στην οποία ζουν οι θεωρούμενοι ως ομόφυλοι των Δακών Γέτες και όπου εγκαταστάθηκαν Έλληνες, χαρακτηρίζει ''χώρα αληθινά ελληνική''. Συνάμα διαπιστώνει την επίδραση του ελληνικού πολιτισμού, που συνεχίζεται και μετά την κατάκτηση από τους Ρωμαίους. Συγκεκριμένα στο Ulpetum, στον τεράστιο αγροτικό χώρο του κέντρου της Μικράς Σκυθίας, μετέπειτα Δοβρουτσάς, χρησιμοποιούσαν προφορικά και γραπτά την ελληνική γλώσσα, ώστε να είναι διάχυτη και η ονομασία Scythia Graeca!
Οπωσδήποτε οι γηγενείς αρχικά είναι επιφυλακτικοί ή και αντιτίθενται. Αλλά κατά τον Scarlat Lambrino, οι αντιθέσεις ενωρίς αμβλύνονται και επικρατεί πνεύμα οικειώσεως και συνεργασίας, οι οποίες φθάνουν και στην εμφάνιση Ελληνο-Σκυθών ή Μειξελλήνων. Παλαιότερα οι Έλληνες είχαν επικοινωνήσει και πολύ βορειότερα με τους ακραιφνείς Σκύθες, μεταξύ των οποίων επί μήνες διέμεινε ο Ηρόδοτος. Ως μικρά Σκυθία ουσιαστικά νοείται η γετοδακική χώρα, στην οποία ο ακαδημαϊκός Dumitru M. Pippidi αφιέρωσε σειρά εργασιών και πολύ ενδιαφέρον σύγγραμμα, επιγραφόμενο ''Οι Έλληνες στον Κάτω Δούναβι από την αρχαϊκή εποχή στην ρωμαϊκή κατάκτηση''. Παρουσιάζει την αμοιβαία εποικοδομητική και πολλαπλώς επωφελή συμβίωση αυτοχθόνων Δακών και αποδήμων Ελλήνων προσκομίζοντας και παραδείγματα, στα οποία το ελληνικό τάλαντο αναδεικνύεται και σε τομείς μη εμπορικούς, μη οικονομικούς. Σκιαγραφεί, π.χ, την προσωπικότητα του Ακορνίωνος, ''υπουργού Εξωτερικών'' της Δακίας επί Βασιλείας Βυρεβίστα, τον οποίο εκπροσωπεί ως επιδέξιος διπλωμάτης κατά τις συμφωνημένες συνομιλίες με τον Πομπήιο στην Ηράκλεια Λυγκηστίδα, το μετέπειτα Μοναστήρι-Βιτώλια της Μακεδονίας, εν όψει της μάχης της Φαρσάλου (48 π.χ) με τον Καίσαρα.

Προσωπικότητες ελληνικές καταφθάνουν στη Δακία και με πρωτοβουλία και επιλογή του αυτοκράτορα Μάρκου Ουλπίου Τραϊανού, ο οποίος δεν αρκείται στις τακτικές στρατιωτικές μονάδες, λεγεώνες, απαρτισμένες από Μακεδόνες, Ηπειρώτες κ.α., ούτε σε τμήματα εξειδικευμένα, στα οποία στρατολογούνται Έλληνες από Κρήτη, Κύπρο, Ελληνιστική Ανατολή, όπως αποκαλύπτει ο Ρουμάνος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κοπεγχάγης E. Lozavan, αλλά συνοδεύεται και από ταλαντούχους Έλληνες. Ένας από αυτούς είναι ο Titus Statilius Crito, κοινώς Κρίτων, αυτοκρατορικός ιατρός, επικεφαλής της υγειονομικής υπηρεσίας του εκστρατευτικού σώματος, πρώτος ιστορικός της ρωμαϊκής Δακίας, ο οποίος, αν και Ρωμαίος πολίτης και συνεπώς γνώστης της λατινικής γλώσσας, συγγράφει τα Γετικά στην ελληνική γλώσσα. Δεύτερος διάσημος είναι ο Απολλόδωρος, προϊστάμενος της υπηρεσίας μηχανικού και κατασκευαστής της περίφημης γέφυρας Δρομπέτα, χάρη στην οποίαν ο Τραϊανός διαβαίνει τον Δούναβι. Επί πλέον, έχει φιλοτεχνήσει την καταπληκτική στήλη του Τραϊανού στην Ρώμη, μνημείο όχι μόνο καλλιτεχνικό, αλλά και πλούσια ιστορική πηγή του ρωμαιοδακικού πολέμου λόγω της πιστής και αριστοτεχνικής απεικονίσεως των συμβάντων στη Δακία.

Επειδή εξετάζεται ως ενδεχόμενο να είχαν ήδη γίνει Χριστιανοί οι προερχόμενοι από περιοχές γειτονικές των Αγίων Τόπων, κατά τον Ρουμάνο κληρικό P. I. David, Έλληνες που ομιλούν και γράφουν λατινικά κηρύσσουν στους Δάκες το Ευαγγέλιο λατινιστί. Ακόμη και κατά δύσκολες συνθήκες διαβιώσεως εξ αιτίας των Γότθων δεν αδρανούν. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί ο παραλλαγμένος ανθρωπωνυμικά Έλληνας Γούλφιλας ή Ούλφιλας (331-381), ο οποίος κηρύσσει το Ευαγγέλιο σε τρεις γλώσσες, ελληνική, λατινική, γοτθική. Στην τρίτη μεταφράζει την Ιερά Γραφή, γνωστή έκτοτε ως Βίβλος Γοτθική. Το δε κείμενο, πέρα της θεολογικής σπουδαιότητας, διεγείρει και ενδιαφέρον γλωσσολογικό. Διότι σ αυτό ιχνηλατούνται διαλεκτικά δομικά στοιχεία της δημώδους ελληνικής, αρχαίας, όπως επίταξη του άρθρου, για την οποία διαπρεπείς ιστορικοί και γλωσσολόγοι, π.χ οι ακαδημαϊκοί και καθηγητές του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου Nicolae Iorga και Alexandru Graur διατυπώνουν διαμετρικά αντίθετες γνώμες. Επιπρόσθετα, η επανάκαμψη των Γότθων στις πατρογονικές κοιτίδες τους, στην Σκανδιναβία, θέτει και ζητήματα συναποκομίσεως δανείων ενδυματολογικών, δηλαδή λαογραφικών και εθνολογικών επιδράσεων, ιδίως της πολυύμνητης φουστανέλλας, με την οποίαν πολύ παλαιότερα εμφανίσθηκε ενώπιον της ρωμαϊκής Συγκλήτου ο Θεσσαλός φιλόσοφος Κινέας ως σύμβουλος του Πύρρου, βασιλιά της Ηπείρου.

Πολύγλωσσος και μάλιστα κάτοχος περισσότερων γλωσσών φέρεται ο σχεδόν σύγχρονος του ''Γότθου'' Γούλφιλα άγιος Ιερώνυμος, Sophronius Eusebius Hieronymus, (331-420), ο οποίος πρωτίστως διακρίνεται ως λαμπρός και αξιοσέβαστος ποιμενάρχης. Ταυτόχρονα αναδεικνύεται ως σπουδαίος διδάσκαλος και έγκριτος συγγραφέας έργων όλων των κλάδων της Θεολογίας. Σημαντική δε προσφορά λογίζεται και η λατινική μετάφραση της Βίβλου. Δημιουργεί την Βουλγκάτα (Vulgata) η οποία μετά την γνωμάτευση της Συνόδου του Τριδέντου θεωρείται ως πηγή πίστεως με αποδεικτική αξία. Ο ονομαστός αυτός πατέρας της Εκκλησίας γεννήθηκε στη Στριδώνα της Δαλματίας, την πρώτη επαρχία της Ελλάδος, κατά τον άγιο Ισίδωρο, επίσκοπο Σεβίλλης και εν συνεχεία αρχιεπίσκοπο Ισπανίας, ο οποίος το Ιλλυρικόν αποκαλεί Graecia! Όμως δεν εκπλήσσει σήμερα, δοθέντος ότι σύγχρονός μας καθηγητής του Πανεπιστημίου Πάδοβας ο Lorenzo Braccesi εμπεριστατωμένη συγγραφή του επιγράφει Gracita adriatica (Bologna 1971, β' έκδοση 1977). Μετά δε τριαντακονταετία συμπληρώνεται με το επιγραφόμενο Hellenikos Kolpos, Supplemento a Grecita adriatica (Roma 2001), σε συνεργασία με την Benedetta Rossignoli.

Κατά την πάροδο των αιώνων, Έλληνες τόσο της μητροπολιτικής Ελλάδος όσο και της Διασποράς εισέρχονται στη Δακία χρησιμοποιώντας δρόμους υδάτινους και στεριανούς. Έναν από τους δεύτερους, του οποίου η αφετηρία βρίσκεται στην ελληνική χερσόνησο περιγράφει λεπτομερώς ο A. Bodor. Ωστόσο, τον πλέον πρόσφορο επισημαίνει ο  V. Parvan αναφερόμενος στους κατοίκους των βορειοηπειρωτικών πόλεων Απολλωνίας και Δυρραχίου. Με μεγάλη ακρίβεια και πολλή σαφήνεια διαφωτίζει και ο B. Mitrea γράφοντας τη μελέτη του Penetrazione comerciale e circolazione monetaria nella Dacia prima della conquista. Όμως το ζήτημα διαιωνίζεται, διότι οι απόψεις διίστανται. Οι μεν, αν και δια νόμου απαγορεύθηκε, δέχονται, όπως ο N. Iorga, έξοδο από την Ιταλία ακραιφνών Ρωμαίων, οι δε, όπως ο C. Daicovici, υποστηρίζουν μετακίνηση Ιταλιωτών Ελλήνων, ''tra la Adriatico e l' interno della penisola Balcanica, specialemente sol S.E. di essa. Molto primo dei Romani era fatto dai Greci''. Την οριστική λύση του ζητήματος έδωσε ο E. Lozovan, αναδιφώντας από περιέργεια το συνθετικό σύγγραμμα του G. Rolhfs, (Etymologisches Worterbuch des unteritalienischen Grazitat). Περισυνέλεξε δεκάδες λέξεις ελληνικές αγροκτηνοτροφικής ζωής, κοινές στις κατωϊταλικές διαλέκτους και στη ρουμανική γλώσσα, συνάμα δε 127 κοινά φωνητικά και μορφολογικά φαινόμενα (Orbis, Tome III, No 1, 1945, 123-137).

Ανακοίνωση στο Συνέδριο του Οργανισμού για τη Διεθνοποίηση της Ελληνικής Γλώσσας, οργανωμένο στην Κάτω Ιταλία.
[Πηγή: Αχ. Γ. Λαζάρου, Ελληνισμός & Λαοί Νοτιοανατολικής (ΝΑ) Ευρώπης: Διαχρονικές & Διεπιστημονικές Διαδρομές, Τόμος Α', Αθήνα 2009, σελ. 321-324]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η κόσμια κριτική και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των σχολιαστών είναι σεβαστή. Σχόλια τα οποία υπεισέρχονται σε προσωπικά δεδομένα ή με υβριστικό περιεχόμενο να μην γίνονται. Τα σχόλια αποτελούν καθαρά προσωπικές απόψεις των συντακτών τους. Οι διαχειριστές δεν ευθύνονται σε καμία περίπτωση για τυχόν δημοσίευση υβριστικού ή παράνομου περιεχομένου στα σχόλια των αναρτήσεων.Τα σχόλια αυτά θα διαγράφονται με την πρώτη ευκαιρία.